σφύξη — η / σφύξις, εως, ΝΑ [σφύζω] ο αρτηριακός παλμός, ο σφυγμός (α. «έχει ογδόντα σφύξεις το λεπτό» β. «σφύξις τής καρδίας», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
σφύξη — η σφυγμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)